- όρυγξ
- ὄρυγξ, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) βλ. ὄρυξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρυξ — ο (Α ὄρυξ, υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, υγγος) αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.) αρχ. 1. είδος αιχμηρού σιδερένιου… … Dictionary of Greek